ἄγνυμι
English (LSJ)
3dual ἄγνῠτον Hom., v. infr.: fut. ἄξω (κατ-) Il.8.403: aor.1 ἔαξα Hom., (κατ-) Ar.V.1436, etc., ἦξα Il.23.392, (κατ-) Hp.Epid.5.26; imper. ἆξον Il.6.306; part. ἄξας 16.371, E.Hel.1598 (κατ-εάξαντες Lys.3.42 codd., perhaps to distinguish it from aor. 1 of ἄγω); inf. ἆξαι Il.21.178:—Pass., pres., v. infr.: aor. 2 ἐάγην (ᾰ, exc. ἐᾱγη II.11.559) Hom., etc.; Ep. 3 sing. ἄγη Il.3.367, 3pl. ἄγεν 4.214: pf. Act. (in pass. sense) ἔᾱγα Hes.Op.534, Q.S.1.204; Ion. ἔηγα (κατ-) Hdt.7.224, Hp.Fract.24: pf.Pass. κατέαγμαι Luc.Tim.10: (ϝ, cf. καυάξαις; ᾰ by nature, ἆξον (Hdn.Gr.2.14), ἆξαι on analogy of contr. forms of κατα-ϝάγνυμι):—break, shiver, εἴσω δ' ἀσπίδ' ἔαξε Il.7.270; ἦξε θεὰ ζυγόν 23.392; ἵπποι ἄξαντ' ἐν πρώτῳ ῥυμῷ λίπον ἅρματα 16 371; νῆας.. ἔαξαν κύματα Od.3.298; πρό τε κύματ' ἔαξεν broke the waves, 5.385; ἄγνυτον ὕλην crashed through it, of wild boars, Il.12.148; ἄγνυσι κεραυνόν APl.4.250:—Pass., with pf. ἔᾱγα, to be broken, shivered, ἐν χείρεσσιν ἄγη ξίφος Il.3.367. cf. 16.801; ἐν καυλῷ ἐάγη δολιχὸν δόρυ 13.162; πάταγος.. ἀγνυμενάων (sc. of the trees) 16.769; νηῶν θ' ἅμα ἀγνυμενάων Od.10.123; τοῦ [ὀϊστοῦ] δ' ἐξελκομένοιο πάλιν ἄγεν ὀξέες ὄγκοι Il.4.214; ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνύμενος with a broken, i.e. winding, course, Hdt.1.185: metaph., ἄγνυτο ἠχώ the sound spread around, Hes.Sc.279,348; κέλαδος ἀγνύμενος διὰ στομάτων, of the notes of song, Lyr.Adesp.93.—Act. never in Prose, Pass. once in Hdt., κατάγνυμι being in general use.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ en aor. rad. ind. 3a sg. ἐάγη, excep. Il.11.559; perf. ἔᾱγα]
• Morfología: [act. aor. ind. ἔαξα Il.7.270, imperat. 2a sg. ἆξον Il.6.306, lacon. βάξον Hsch., y en v. med. ἆξαι Il.21.178, cf. Hdn.Gr.2.14 (prob. por aticis. y analog. c. formas contr. de κατα-Ϝάγνυμι); perf. ind. ἔαγα Hes.Op.534, Q.S.1.204, subj. 3a sg. ἐάγῃ Il.11.559; med.-pas. aor. rad. ind. 3a sg. ἐάγη Il.13.162, 17.607, ἄγη Il.3.367, 3a plu. ἄγεν Il.4.214]
I en v. act. salvo perf. romper, quebrar ἀσπίδα Il.7.270, ζυγόν Il.23.392, ἄξαντ' ἐν πρώτῳ ῥυμῷ λίπον ἅρματα (los dos caballos) quebrando (la lanza del carro) por el extremo abandonaron el carro, Il.16.371, νῆας ... ἔαξαν κύματα las olas destrozaron las naves, Od.3.298, cf. A.R.2.1109, πρὸ δὲ κύματ' ἔαξεν (Atenea) rompió, dispersó las olas, Od.5.385
•de jabalíes ἄγνυτον ὕλην se abren paso por la espesura, Il.12.148, cf. Hes.Op.434, E.Hel.1598, Theoc.25.256, Call.Fr.195.29, AP 16.250.
II en v. med. y perf.
1 romperse, partirse ἐν χείρεσσιν ἄγη ξίφος Il.3.367, cf. 16.801, δόρυ Il.13.162, cf. 4.214, Theoc.22.190, πάταγος ... ἀγνυμενάων estruendo de las (ramas) que se rompen, Il.16.769, cf. Hsch.
•de un barco destrozarse, naufragar, Od.10.123, E.Hel.410
•fig. por el dolor θυμὸν ἐαγώς con el corazón roto Q.S.1.204, cf. A.R.3.954.
2 del sonido quebrarse, resonar ἠχώ Hes.Sc.279, 348, κέλαδος Lyr.Adesp.90.2.
3 frec. en part. de curso quebrado, de curso serpenteante ποταμός Hdt.1.185, ἐαγότα νῶτα Nonn.D.5.151, cf. Arat.46.
• Etimología: *Hu̯°H2-g- > Ϝάγ-νυμι; c. grado pleno *Hu̯eH2-g- > lat. uāgīna y c. red. *Hi-Hu̯oH2-g- > ἰωγή, c. conservación analógica del timbre. Si se rel. c. het. ḫunink- ‘romper’ habría que postular *H2u̯eg-.
German (Pape)
[Seite 18] (Fαγ, καυάξαις), zerbrechen, ἄγνυτον ὕλην Il. 12, 148, fut. ἄξω in compos., aor. ἦξα Il. 23, 392 vgl. Od. 19, 539 ohne Digamma, ἔαξα Theocr. 25, 256 (s. κατάγνυμι); Iliad. 16, 371 πολλοὶ ἵπποι ἄξαντ' ἐν πρώτῳ ῥυμῷ λίπον ἅρματα, nachdem sie zerbrochen hatten, dual. wegen des vor jeden Wagen gespannten Paares von Pferden, Lehrs Aristarch. p. 196 not.; vgl. Iliad. 6, 40; – perf. ἔαγα, ion. ἔηγα, in compos., zerbrochen sein; Pass. pr. ἀγνυμενάων Il. 16, 769. νηῶν Od. 10, 123; von dem sich brechenden Wiederhall ἄγνυτο ἠχώ Hes. Sc. 279. 348, vgl. κέλαδον ἀγνύμενον διὰ στομάτων Pind. frg. 238; vom Fluß, der sich krümmt, περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνύμενος Her. 1, 185; aor. II. ἐάγην, Hom. ἄγη ἔγχος Il. 16, 801; τοῦ δ' ἐξελκομένοιο πάλιν ἄγεν ὀξέες ὄγκοι (für ἐάγησαν), Il. 4, 214, wo πάλιν ohne Zweifel zu ἐξελκομένοιο gehört, sie brachen, als der Pfeil rückwärts herausgezogen wurde, s. Nicanor. in den Scholl.; – Il. 11, 559 ἐάγη [α] am Ende des Verses. – In Prosa gew. κατάγνυμι.
French (Bailly abrégé)
f. ἄξω, ao. ἔαξα ; ao.2 Pass. ἐάγην;
briser, rompre ; ποταμὸς ἀγνύμενος HDT fleuve dont la course est brisée, càd au cours sinueux.
Étymologie: R. Ϝαγ, briser.
Russian (Dvoretsky)
ἄγνῡμι: (fut. ἄξω, aor. ἔαξα - эп. ἦξα; aor. 2 pass. ἐάγην с ᾱ и ᾰ - эп. тж. ἄγην) ломать, разбивать (ἀσπίδα, ἅρματα Hom.; ῥόπαλον Theocr.): οἱ ἐν χείρεσσιν ἄγη ἔγχος Hom. в руках у него сломалось копье; κόναβος νηῶν ἀγνυμενάων Hom. треск разбиваемых кораблей; ἄγνυτο ἠχώ Hes. прокатилось эхо; ποταμὸς ἀγνύμενος Her. текущая извилинами река.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγνῡμι: γ΄ δυϊκ. ἄγνῠτον, Ὅμ. (ἴδε κατωτέρ.)· μέλλ. ἄξω (κατ-), Ἰλ. Θ. 403· ἀόρ. α΄, ἔαξα, Ὅμ. (κατ-, Πλάτ.), ἦξα, Ἰλ. Ψ. 392· προστ. ἆξον, Ζ. 306· μετ. ἄξας, Π. 371, Εὐρ. Ἑλ. 1598. (ἀλλ’ ἐν Λυσ. 100, 5 (κατ-)εάξαντες, ἴσως πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ α΄, ἀορ. τοῦ ἄγω)· ἀπαρ. ἆξαι. Ἀπολλ. Ρόδ: ― Παθ., ἐνεστ. (ἴδε κατωτέρ.)· ἀόρ. β΄ ἐάγην, Ὅμ. καὶ Ἀττ. (ἴδε κατωτέρ.)· ἐνεργ. πρκμ. (μετὰ παθ. σημ.)· ἔᾱγα, Ἰων. ἔηγα (ἀλλὰ μόνον ἐν συνθέσ. κατ-), Ἡσ., Ἡρόδ., Ἀττ.· ἔτι δὲ παθ. πρκμ. κατέαγμαι, Λουκ. Τίμ. 10· (τὸ ἄγνυμι ἐν ἀρχῇ εἶχε τὸ ϝ, ὅπερ ἔμεινεν ἐν τῷ τύπῳ καυάξας, (ἴδε κατάγνυμι) καὶ ἐν τῷ Αἰολ. ϝέαγε, Ahrens Αἰολ. δ΄. 32, ὥστε ἡ ῥίζα ἦτο ϝαγ, ἐξ οὗ ἀγὴ [ᾱ], ἀᾱγής, ναυᾱγός, ἀγμός, ἴσως καὶ ἀκτή· πρβλ. Σανσκρ. bhañǵ, bhanaǵmi (frango), khañgas (fractura)·) = [ᾱ φύσει μακρόν, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ πρκμ. ἔᾱγα, Ἰων. ἔηγα· ἐν τῷ παθ. ἀορ. ἐάγην παρ’ Ὁμ. καὶ μεταγεν. Ἐπ. συνήθως βραχύνεται ἡ παραλήγουσα (ἐνῷ παρ’ Ἀττ. εὕρηται ἀείποτε κατεᾱγην)· οὕτως ἐν τῷ ἀναυξήτῳ τύπῳ τὸ α εἶνε βραχύ, ὅρα ἀνωτ.· ἀλλ’ ὅμως καὶ ὁ Ὅμ. ἔχει ἐᾱγην, Ἰλ. Λ. 559]. Θραύω, συντρίβω, εἴσω δ’ ἀσπίδ’ ἔαξε, Ἰλ. Η. 270· ἦξε θεὰ ζυγόν, Ψ. 392· ἅρματα ... ἄξαντ’ (ὅ ἐ. ἄξαντε, δυϊκ. διότι ἐν ἑκάστῃ συνωρίδι ἦσαν δύο ἵπποι) ἐν πρώτῳ ῥυμῷ, Ἰλ. Π. 371· νῆας ... ἔαξαν κύματα, Ὀδ. Γ. 298· ἀλλά· πρό τε κύματ’ ἔαξεν, ἔθραυσε τὰ κύματα, Ὀδ. Ε. 385· ἄγνυτον ὕλην, κατακλῶσι τὰ δένδρα τοῦ δάσους διερχόμενοι, ἐπὶ ἀγρίων κάπρων, Ἰλ. Μ. 148· ἄγνυσι κεραυνόν, Ἀνθ. Πλαν. 250.― Παθ. μετὰ πρκμ. ἔᾱγα, εἶμαι συντετριμμένος, τεθλασμένος, ἐν χείρεσσιν ἄγη ξίφος, Ἰλ. Γ. 367· πρβλ. Π. 801· ἐν καυλῷ ἐάγη δολιχὸν δόρυ, Ν. 162· πάταγος ... ἀγνυμενάων (δηλ. τῶν δένδρων), Π. 769· νηῶν θ’ ἅμα ἀγνυμενάων, (πρβλ. ναυάγιον), Ὀδ. Κ. 123· τοῦ δ’ ἐξελκομένοιο πάλιν ἄγεν ὀξέες ὄγκοι, ὅτε τὸ βέλος ἐξήγετο τοῦ τραύματος, αἱ ἑκατέρωθεν ὀξεῖαι ἀκίδες ἐθραύσθησαν (ἔνθα ἄλλοι συνάπτουσι πάλιν ἄγεν, ἐκάμφθησαν εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἐθραύσθησαν), Ἰλ. Δ. 214. Τὸ παρ’ Ἡρόδ. 1. 185, 7· ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνύμενος, εἶναι ἁπλῶς περιγραφὴ ποταμοῦ ἔχοντος ἑλικοειδὲς τὸ ῥεῦμα: ― μεταφ.· ἄγνυτο ἠχώ, ὁ ἦχος διεδίδετο πέριξ, Ἡσ. Ἀσπ. 279, 348· οὕτω, κέλαδος ἀγνύμενος διὰ στόματος, περὶ τῶν τόνων ᾄσματος, Πίνδ.(;) Ἀποσπ. 238. Τὸ ἐνεργ. οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς πεζοῖς, τὸ δὲ παθητ. μόνον ἅπαξ παρ’ Ἡροδ., τὸ δὲ σύνθετον κατάγνυμι εἶνε πολλῷ συνηθέστερον, ἴδε ἐν λέξει. ― Μεταγεν. τύποι εἶναι (κατ)άσσω, (κατ)αγνύω.
Greek Monotonic
ἄγνῡμι: γʹ δυϊκ. ἄγνῠτον, μέλ. ἄξω, αόρ. αʹ ἔαξα, ἦξα, προστ. ἆξον, μτχ. ἄξας — Παθ., ἄγνῠμαι· αόρ. βʹ ἐάγην (ᾰ κυρίως)· Ενεργ. παρακ. (με Παθ. σημασία) ἔᾱγα, Ιων. ἔηγα· σπάζω, συντρίβω, σε Όμηρ. — Παθ., είμαι σπασμένος ή συντετριμμένος· ἄγη ξίφος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐάγη δόρυ, στο ίδ.· πάλιν ἄγεν ὄγκοι (αντί ἐάγησαν), οι ακίδες λύγισαν προς τα πίσω και έσπασαν, στο ίδ.· καμπὰς πολλὰς ἀγνύμενος, λέγεται για ποταμό με σπαστό, δηλ. ελικοειδές ρεύμα, σε Ηρόδ.· ἄγνυτο ἠχώ, ο ήχος διαδιδόταν τριγύρω, σε Ησίοδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: break (Il.); mostly in κατάγνυμι with α from -α-Ϝαγ- (Björck Alpha impurum 42, 147).
Other forms: ἄξω, ἔαξα or ἦξα, ἔαγα, ἅγην or ἐάγην (on ἐάγη at verse end Λ 559 s. Wackernagel Unt. 141, Chantraine Gramm. hom. 18).
Derivatives: ἀγή (α- in A. R. 1, 554; 4, 941); with reduplication and ablaut ἰωγή? (< *Ϝι-Ϝωγ-ή) shelter, if breaking (the wind; ξ 533), also im comp. ἐπιωγαί, -ή (ε 404 usw.) dissimilated from *ἐπι-ϜιϜωγαί (but see Bechtel Lex.) places of shelter. ἄξος (hardly from σ-aor.) = ἀγμός (Crete). Not PlN Όάξος, i.e. Ϝάξος (Hdt. 4, 154). γακτός (Ϝ-)· κλάσμα H. On Ϝαγανο- s. CEG 6.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [1110] *ueh₂g-?
Etymology: As *Ϝάγ-νυμι (Ϝ certain in Homer) to Toch. wak- split apart, caus. split. -Ϝωγ- < *uoh₂g-. Perhaps to Lat. vagina Scheide, cf. Scheide to scheiden. Improbable vervactum fallow ground from *vēre vactum (Pisani REIE 3, 59ff.).
Middle Liddell
[α short mostly
to break, shiver, Hom.; Pass. to be broken or shivered, ἄγη ξίφος Il.; ἐάγη δόρυ Il.; πάλιν ἄγεν ὄγκοι (for ἐάγησαν) the barbs were broken backwards, Il.; καμπὰς πολλὰς ἀγνύμενος, of a river, with a broken, i. e. winding, course, Hdt.; ἄγνυτο ἠχώ the sound spread around, Hes.
Frisk Etymology German
ἄγνυμι: ἀγμός {ágnumi}
Forms: ἄξω, ἔαξα od. ἦξα, ἔαγα, ἅ̆γην od. ἐάγην (zu ἐάγη am Versende Λ 559 s. Wackernagel Unt. 141, Chantraine Gramm. hom. 18)
Grammar: v.
Meaning: zerbrechen.
Composita: Seit Homer; gew. im Komp. καταγνυμι mit α aus -αϝαγ- (s. Björck Alpha impurum 42, 147 m. Lit.).
Derivative: Zahlreiche Verbalnomina: ἀγή (α- sicher A. R. 1, 554; 4, 941 und Numen. ap. Ath. 7, 305a im sechsten Fuße: κύματος ἀγῇ, bzw. ἀγῆς; dagegen ἀ̄γήν, bzw. περιαγήν Arat. 668 und 688, ebenfalls am Versende, vielmehr zu ἄγω) ‘Bruch(stück)’ (A., E. usw.); mit Reduplikation und Ablaut ἰωγή (< *ϝιϝωγή) Schutz gegen den Wind, falls eig. das Sichbrechen (des Windes; ξ 533), auch im Komp. ἐπιωγαί, -ή (ε 404 usw.) aus *ἐπιϝιϝωγαί dissimiliert (anders Bechtel Lex. s. v.) geschützter Ort, wo sich Wind und Wogen brechen. — ἀγμός m. Bruch, steiler Abhang (Hp., E.), ἄγμα ‘Bruch(stück)’ (spät), ἄξος (vom σ-Aor.) = ἀγμός (Kreta), als Stadtname Ὀάξος, d. h. ϝάξος (Hdt. 4, 154). — ἄγος n. H., EM.
Etymology: Wohl als *ϝάγνυμι zu toch. wāk- etwa bersten, Kaus. spalten, unterscheiden, wākäm n. Besonderheit, Vorzug (vgl. zur Form ἀγμός, aber davon unabhängig gebildet). Auch lat. vāgīna Scheide könnte allenfalls hierher gehören, vgl. Scheide zu scheiden (Pisani REIE 3, 59ff., der auch vervāctum Bruchacker aus *vēre vāctum heranzieht). — ἄγνυμι ist oft, aber falsch, mit ῥήγνυμι, unter Annahme eines idg. r-Wegfalls, zusammengestellt worden.
Page 1,13
Mantoulidis Etymological
(=σπάζω, συντρίβω). Ἀπό τή ρίζα ϝαγ+νυ+μι ἀπό ὅπου κι οἱ λέξεις: ἡ ἀγή (=διάρρηξη, σύντριμμα), τό ἆγμα (=σπάσιμο), κάταγμα, ἀαγής, ἀγμός, ἀκτή (=ὅπου σπάζουν τά κύματα), ἀκταῖος, ναυαγός (=καραβοτσακισμένος), ναυάγιον, Ἀττική (ἀπό τό Ἀκτική μέ ἀφομοίωση τοῦ κ σέ τ), κατακτός, κάταξις, κυματαγωγή (=ὅπου σπάζουν τά κύματα, ἀκτή), καρυοκατάκτης (=καρυοθραύστης).