καταδιΐστημι
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1346] (s. ἵστημι), verstärktes διΐστημι, VLL. erkl. καταχωρίζω.
Greek (Liddell-Scott)
καταδιΐστημι: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ διΐστημι, «καταδιϊστᾶσι· καταχωρίζουσι» Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ.
[Seite 1346] (s. ἵστημι), verstärktes διΐστημι, VLL. erkl. καταχωρίζω.
καταδιΐστημι: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ διΐστημι, «καταδιϊστᾶσι· καταχωρίζουσι» Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ.