κατακρήμνιση
Greek Monolingual
η
1. η ρίψη ενός πράγματος στον γκρεμό
2. η κατεδάφιση, το γκρέμισμα
3. χημ. ο αποχωρισμός μιας ουσίας διαλύματος υπό μορφή ιζήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατακρημνίζω. Η λ., στον λόγιο τύπο κατακρήμνισις, μαρτυρείται από το 1812 στον Κων. Κούμα].