κατακρύφω

English (LSJ)

[ῠ], = κατακρύπτω, Q.S.2.478, Nonn. D. 25.476.

German (Pape)

[Seite 1357] = κατακρύπτω; Qu. Sm. 2, 477; Nonn. 25, 476.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρύφω: κατακρύπτω, Κόϊντ. Σμ. 2. 478, Νόνν. Δ. 25. 476.

Greek Monolingual

κατακρύφω (Α)
βλ. κατακρύπτω.