καταλιχμάομαι
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
καταλιχμάομαι: ἀποθ., λείχων κατατρώγω, τρώγω, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 57·-παρ’ Ὀππ. Κ. 2. 389, καταλιχμάζομαι, περιλείχω, «γλείφω».
Russian (Dvoretsky)
καταλιχμάομαι: (только part. praes.) вылизывать, облизывать (τινα Sext.).
German (Pape)
auflecken, part. praes., Sext.Emp. Pyrrh. 1.57.