καταλογέω

English (LSJ)

v. κατηλογέω.

German (Pape)

[Seite 1361] ion. κατηλογέω, ganz vernachlässigen, gering achten; τί, Her. 1, 144. 3, 121; τινός, 1, 84; Folgde.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αλογέω zie κατηλογέω.

Russian (Dvoretsky)

καταλογέω: ион. = κατηλογέω.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰλογέω: ἰδὲ ἐν λ. κατηλογέω.

Greek Monotonic

κατᾰλογέω: βλ. κατηλογέω.