κατηλογέω

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηλογέω Medium diacritics: κατηλογέω Low diacritics: κατηλογέω Capitals: ΚΑΤΗΛΟΓΕΩ
Transliteration A: katēlogéō Transliteration B: katēlogeō Transliteration C: katilogeo Beta Code: kathloge/w

English (LSJ)

make of small account, neglect, c. acc., Hdt.1.84,144, 3.121: c. gen., Parth.23.1, J.AJ12.4.6.—The form καταλογέω does not occur.

German (Pape)

[Seite 1400] ion. = καταλογέω, verachten; τινός Her. 1, 84; τί, 1, 144. 3, 121; Sp.

French (Bailly abrégé)

κατηλογῶ :
ne faire aucun cas de, acc..
Étymologie: ion. c. *καταλογέω, de κατά, ἀλογέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατηλογέω [κατά, ἀλογέω] verwaarlozen:. κατηλόγησε τοῦτο ὡς ἐὸν ἄμαχον hij verwaarloosde dat deel, omdat het in zijn ogen niet te bestormen was Hdt. 1.84.3.

Russian (Dvoretsky)

κατηλογέω: ион. *καταλογέω относиться с пренебрежением, пренебрегать, презирать (τὸν νόμον, τὰ πρήγματά τινος, τούτου - v.l. τοῦτο Her.).

Greek Monotonic

κατηλογέω: μέλ. -ήσω (ἀλογέω), καταφρονώ, περιφρονώ, παραμελώ, αψηφώ, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατηλογέω: (ἀλογέω) καταφρονῶ, περιφρονῶ, ἀμελῶ, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 84, 144., 3. 121· μετὰ γεν., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 4, 6.― Ὁ ὁμαλὸς τύπος καταλογέω φαίνεται ὅτι δὲν ἀπαντᾷ.

Middle Liddell

fut. ήσω ἀλογέω
to make of small account, take no account of, neglect, Hdt.