κατηλογέω
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
make of small account, neglect, c. acc., Hdt.1.84,144, 3.121: c. gen., Parth.23.1, J.AJ12.4.6.—The form καταλογέω does not occur.
German (Pape)
[Seite 1400] ion. = καταλογέω, verachten; τινός Her. 1, 84; τί, 1, 144. 3, 121; Sp.
French (Bailly abrégé)
κατηλογῶ :
ne faire aucun cas de, acc..
Étymologie: ion. c. *καταλογέω, de κατά, ἀλογέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατηλογέω [κατά, ἀλογέω] verwaarlozen:. κατηλόγησε τοῦτο ὡς ἐὸν ἄμαχον hij verwaarloosde dat deel, omdat het in zijn ogen niet te bestormen was Hdt. 1.84.3.
Russian (Dvoretsky)
κατηλογέω: ион. *καταλογέω относиться с пренебрежением, пренебрегать, презирать (τὸν νόμον, τὰ πρήγματά τινος, τούτου - v.l. τοῦτο Her.).
Greek Monotonic
κατηλογέω: μέλ. -ήσω (ἀλογέω), καταφρονώ, περιφρονώ, παραμελώ, αψηφώ, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
κατηλογέω: (ἀλογέω) καταφρονῶ, περιφρονῶ, ἀμελῶ, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 84, 144., 3. 121· μετὰ γεν., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 4, 6.― Ὁ ὁμαλὸς τύπος καταλογέω φαίνεται ὅτι δὲν ἀπαντᾷ.
Middle Liddell
fut. ήσω ἀλογέω
to make of small account, take no account of, neglect, Hdt.