καταλογεῖον
English (LSJ)
τό, record office, POxy.73.34 (i A. D.), 2134.2 (ii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
καταλογεῖον: τὸ, ὁ τόπος ἔνθα ἐργάζεται ὁ καταλογεὺς ἢ ἐνεργεῖται ἡ καταλογή, Πάπυρ.
Greek Monolingual
καταλογεῖον, τὸ (Α) καταλογεύς
γραφείο στο οποίο ο καταλογέας ενεργεί την καταλογή.