καταλογεύς

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλογεύς Medium diacritics: καταλογεύς Low diacritics: καταλογεύς Capitals: ΚΑΤΑΛΟΓΕΥΣ
Transliteration A: katalogeús Transliteration B: katalogeus Transliteration C: katalogeys Beta Code: katalogeu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, (καταλέγω (B) 1.3) officer who enrols citizens, Lys.20.13, Arist.Ath.49.2.

German (Pape)

[Seite 1361] ὁ, der eine Liste anlegt, bes. eine Liste der Bürger zum Kriegsdienst oder zu anderen Staatslasten, Lys. 20, 13; vgl. Phot. lex.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
commissaire rédacteur des rôles militaires, à Athènes.
Étymologie: καταλέγω.

Greek (Liddell-Scott)

καταλογεύς: έως, ὁ, (καταλέγω ΙΙ) ὁ ἐκλέγων καὶ καταγράφων τους πολίτας ἐν καταλόγῳ διὰ τὴν στρατιωτικὴν ἢ καὶ δι’ ἄλλην δημοσίαν ὑπηρεσίαν, Λυς. 159.9, πρβλ. Φώτ.

Russian (Dvoretsky)

καταλογεύς: έως ὁ καταλέγω I] составитель списков (граждан, привлекаемых к выполнению различных повинностей) Lys.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταλογεύς -έως, ὁ [κατάλογος] registratie-ambtenaar.