καταλωφάω

English (LSJ)

Ion. καταλωφέω,
A rest from a thing, κὰδ δέ κ' ἐμὸν κῆρ λωφήσειε κακῶν Od.9.459.
II trans., give rest from, κούρην δ' ἐξ ἀχέων… καταλώφεεν ὕπνος A.R.3.616.

German (Pape)

[Seite 1362] u. -λωφέω, aufhören lassen, beruhigen; κούρην δ' ἐξ ἀχέων ἀδινὸς κατελώφεεν ὕπνος Ap. Rh. 3, 616; – intr., aufhören, ausruhen, in tmesi, κὰδ δέ κ' ἐμὸν κῆρ λωφήσειε κακῶν Od. 9, 460.

French (Bailly abrégé)

καταλωφῶ :
reposer de.
Étymologie: κατά, λωφάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λωφάω uitrusten:. κὰδ δέ κ’ ἐμὸν κῆρ λωφήσειε κακῶν en mijn hart zal bijkomen van de ellende Od. 9.459 (tmesis).

Russian (Dvoretsky)

καταλωφάω: отдыхать, получать отдых, т. е. освобождаться (κακῶν Hom. - in tmesi).

Greek (Liddell-Scott)

καταλωφάω: Ἰων. ― -έω, ἀναπαύομαι, ἀναπνέω, ἀνακουφίζομαι ἀπό τινος, κὰδ δέ κ’ ἐμὸν κῆρ λωφήσειε κακῶν Ὀδύσ. Ι. 460. ΙΙ. μεταβ., παρέχω ἀνάπαυσιν ἀπό τινος, κούρην δ’ ἐξ ἀχέων… καταλώφεεν ὕπνος Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 616.

Greek Monotonic

καταλωφάω: Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι από κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ionic -έω fut. ήσω
to rest from a thing, c. gen., Od.