καταμαγεύω

English (LSJ)

bewitch, Luc.Nec.7.

German (Pape)

[Seite 1362] bezaubern, τινά, Luc. Necyom. 7.

French (Bailly abrégé)

ensorceler, acc..
Étymologie: κατά, μαγεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-μαγεύω betoveren.

Russian (Dvoretsky)

καταμᾰγεύω: околдовывать (τινά Luc.).

Greek Monolingual

(AM καταμαγεύω)
μαγεύω κάποιον εντελώς
νεοελλ.
προκαλώ απεριόριστο θαυμασμό σε κάποιον, γοητεύω.

Greek Monotonic

καταμᾰγεύω: μέλ. -σω, μαγεύω εντελώς, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

καταμᾰγεύω: μαγεύω ἐντελῶς, Λουκ. Νεκυομ. 7.

Middle Liddell

fut. σω
to bewitch, Luc.