καταμιμνήσκομαι

German (Pape)

[Seite 1364] = simplex, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταμιμνήσκομαι: μιμνήσκομαι, Ἰωσήπ. Μακκ. 13. 2.

Greek Monolingual

καταμιμνήσκομαι (Α)
αναφέρω κάτι.