αναφέρω

From LSJ

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source

Greek Monolingual

(AM ἀναφέρω)
κάνω λόγο ή μνεία για κάτι, ονομάζω, αναγγέλλω, γνωστοποιώ
νεοελλ.
(για υφιστάμενον που απευθύνεται σε προϊστάμενο) υποβάλλω αναφορά, εκθέτω με σεβασμό
αρχ.
Ι. (μτβ.)
1. φέρνω επάνω, φέρνω
2. φέρνω στο εσωτερικό της χώρας
3. σηκώνω, βαστάζω, υπομένω
4. θεωρώ, εξετάζω
5. επαναλαμβάνω
6. βγάζω, χύνω (στεναγμούς, δάκρυα)
7. προσφέρω, συνεισφέρω
8. φέρνω πίσω, επαναφέρω, επαναφέρω από την εξορία
9. ανάγω, αποδίδω σε κάποιον κάτι
II. (αμτβ.)
1. (για δρόμο) οδηγώ, καταλήγω
2. συνέρχομαι, συνεφέρνω
III. μέσ.
1. φέρω, παίρνω μαζί μου
2. αναπνέω βαθιά, αναστενάζω
3. (για λόγο) προφέρω, εκπέμπω.