αναφέρω

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source

Greek Monolingual

(AM ἀναφέρω)
κάνω λόγο ή μνεία για κάτι, ονομάζω, αναγγέλλω, γνωστοποιώ
νεοελλ.
(για υφιστάμενον που απευθύνεται σε προϊστάμενο) υποβάλλω αναφορά, εκθέτω με σεβασμό
αρχ.
Ι. (μτβ.)
1. φέρνω επάνω, φέρνω
2. φέρνω στο εσωτερικό της χώρας
3. σηκώνω, βαστάζω, υπομένω
4. θεωρώ, εξετάζω
5. επαναλαμβάνω
6. βγάζω, χύνω (στεναγμούς, δάκρυα)
7. προσφέρω, συνεισφέρω
8. φέρνω πίσω, επαναφέρω, επαναφέρω από την εξορία
9. ανάγω, αποδίδω σε κάποιον κάτι
II. (αμτβ.)
1. (για δρόμο) οδηγώ, καταλήγω
2. συνέρχομαι, συνεφέρνω
III. μέσ.
1. φέρω, παίρνω μαζί μου
2. αναπνέω βαθιά, αναστενάζω
3. (για λόγο) προφέρω, εκπέμπω.