καταμπλέκω

Greek Monolingual

1. μπερδεύω κάτι τελείως
2. κάνω κάτι πολύ περίπλοκο («κατάμπεξες τήν υπόθεση»)
3. μπλέκω κάποιον ή κάτι σε μια δυσάρεστη και επιζήμια ύπόθεση.