καταναλωτής

Greek Monolingual

ο, θηλ. καταναλώτρια
αυτός που καταναλίσκει προϊόν ή εμπόρευμα, ο αγοραστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταναλίσκω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ε. Α. Σίμο].