καταπελεκάω

English (LSJ)

hew with an axe, in Pass., Sch.Il.16.642.

German (Pape)

[Seite 1368] behauen mit dem Beile, Schol. Il. 16, 642.

Greek (Liddell-Scott)

καταπελεκάω: καταπελεκῶ, διὰ τοῦ πελέκεως κατακόπτω, ἀπὸ τοῦ καταπεπελεκῆσθαι Σχόλ. Ἰλ. ΙΙ. 642.