καταπεριίστημι

Greek Monolingual

καταπεριίστημι (Α)
στέκομαι γύρω γύρω από όλες τις πλευρές, περιβάλλω, περικυκλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + περι-ίστημι «στέκομαι γύρω γύρω»].