καταποχή

English (LSJ)

ἡ, receipt, Arch.Pap.3.418 (vi A. D.).

Greek Monolingual

καταποχή, ἡ (Α)
πάπ. η απόδειξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀποχή με σημ. «απόδειξη»].