απόδειξη
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM ἀπόδειξις, ιων. τ. ἀπόδεξις) αποδεικνύω
η παροχή στοιχείων για επιβεβαίωση, τεκμηρίωση κάποιου ισχυρισμού ή γνώμης
νεοελλ.
1. αποδεικτικό στοιχείο, τεκμήριο
2. γραπτή και ενυπόγραφη βεβαίωση, πιστοποίηση, δελτίο που επιβεβαιώνει την καταβολή χρημάτων
αρχ.
1. αποκάλυψη, γνωστοποίηση
2. έκθεση, διήγηση
(«Ἡροδότου Ἀλικαρνησσέος ἱστορίης ἀπόδεξις»)
3. κατόρθωμα, επίτευξη κάποιου πράγματος
4. (Λογ.) ο παραγωγικός συλλογισμός που χρησιμοποιείται για να αποδειχθεί κάτι
5. στον πληθ. αἱ ἀποδείξεις
τα απαιτούμενα επιχειρήματα για να αποδειχθεί κάτι.