κατασχασμός

English (LSJ)

ὁ, = κατάσχασις, Gal.11.321, Antyll. ap. Orib. 7.16.15, Orib.7.18 tit.

Greek (Liddell-Scott)

κατασχασμός: ὁ, = τῷ προηγ., Γαλην.· σικύας προσβάλλειν τῷ ἰνίῳ μετὰ κατασχασμοῦ Ὀρειβάσ. σ. 142 Matth.· ὡσαύτως κατάσχασμα, τό, Διοσκ. Θηρ. προοίμ.

Greek Monolingual

κατασχασμός, ὁ (Α) κατασχάζω
κατάσχασις.

German (Pape)

ὁ, das Einritzen, Einschneiden, bes. das Schröpfen, Aderlassen, Medic.