heap up, πλῆθος ὅπλων Plu.Mar.22, cf. Cat.Ma.20 (Pass.).
amonceler.Étymologie: κατά, σωρεύω.
κατασωρεύω: πολλὰ σωρεύω.
κατασωρεύω (Α)συσσωρεύω, σωριάζω πολλά.
κατα-σωρεύω opstapelen.
anhäufen.