σωριάζω
From LSJ
Ν σωρός
1. ρίχνω διάφορα πράγματα το ένα επάνω στο άλλο και σχηματίζω σωρό, σωρεύω
2. μέσ. σωριάζομαι
α) πέφτω σε σωρούς, σχηματίζω σωρό («σωριάζονται τα φύλλα του φθινοπώρου»)
β) μτφ. πέφτω κάτω αναίσθητος («σωριάστηκε ξαφνικά λιπόθυμος»).