κατατρεπτικῶς

English (LSJ)

v. καταστρεπτικῶς.

Greek (Liddell-Scott)

κατατρεπτικῶς: Ἐπίρρ., ἀναστρόφως, ἀνατρεπτικῶς, ὅσα εἰσὶν ὁρμῆς κινητικὰ ἀνετικῶς ἐφ’ ἕτερα καὶ μὴ κ. Στοβ. Ἐκλογ. 2. 150.

German (Pape)

umwendend, Stob. ecl. phys. 2 p. 150.