ἀναστρόφως
From LSJ
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
English (LSJ)
Adv. conversely, vice versa, Stoic.2.71, Iamb. VP26.118.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ἀναστρόφως: обратно, наоборот Sext.
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστρόφως: ἐπίρρ., τἀνάπαλιν, ἀντιστρόφως, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 22.
Translations
inversely
Bulgarian: обратно; Finnish: käänteisesti; French: inversement; German: umgekehrt; Greek: αντίθετα, ανάποδα, αντίστροφα; Ancient Greek: ἀλλάξ, ἀνάπαλι, ἀνάπαλιν, ἀναστρόφως, ἀναστροφίως, ἀνεστραμμένως, ἀντεστραμμένως, ἀντιπεπονθότως, ἀντιστρόφως, ἔμπαλιν, ἐνηλλαγμένως; Spanish: inversamente