(AM κατατροπῶ, -όω)
νικώ κάποιον και τον τρέπω σε φυγή, κατανικώ, νικώ κατά κράτος
μσν.
μέσ. κατατροποῦμαι, -όομαι
κατανικώ, κυριεύω («κατετροπώσατο πόλεις ὁμοῦ καὶ χώρας», Διγεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κατατροπώ < κατ(α)- + τροπῶ «τρέπω, τρέπω σε φυγή»].