κατατρυπώ

Greek Monolingual

(AM κατατρυπῶ, -άω)
(επιτ. τ. του τρυπώ) (μτβ.) τρυπώ πολύ, διατρυπώ
νεοελλ.
(αμτβ.) γεμίζω τρύπες, κατατρυπιέμαι («το φόρεμά της κατατρύπησε»).