καταυτίκα
German (Pape)
[Seite 1387] richtiger κατ' αὐτίκα, Theocr. 3, 21.
Greek (Liddell-Scott)
καταυτίκα: παρὰ Θεοκρ. 3. 21 ἀνάγνωθι κατ᾿ αὐτίκα (ἡ κατὰ ἀνήκει εἰς τὸ τῖλαι).
Russian (Dvoretsky)
καταυτίκα: чаще κατ᾽ αὐτίκα adv. тотчас же, немедленно Theocr.