αὐτίκα

From LSJ

σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτῐ́κᾰ Medium diacritics: αὐτίκα Low diacritics: αυτίκα Capitals: ΑΥΤΙΚΑ
Transliteration A: autíka Transliteration B: autika Transliteration C: aftika Beta Code: au)ti/ka

English (LSJ)

[ῐ], Adv.
A forthwith, at once, in a moment, which notion is strengthened by Hom. in αὐτίκα νῦν, μάλ' αὐτίκα = on the spot, Od.10.111, al.: c. part., αὐτίκ' ἰόντι = immediately on his going, 2.367; beginning a sentence, Sapph.Supp.20a.13: in Prose, αὐτίκα γενόμενος = as soon as born, Hdt.2.146; αὐτίκα μάλα Id.7.103, IG12.39.47, Pl.Prt. 318b; αὐτίκα δὴ μάλα = presently (at the end of a sentence), D.21.19,23; αὐτίκα νυκτός Theoc.2.119.
2 now, for the moment, αὐτίκα καὶ μετέπειτα Od.14.403; ὁ μὲν αὐτίχ' ὁ δ' ἥξει A.Ch.1020; ἡδὺ μὲν γὰρ αὐτίκα… ἐν δὲ χρόνῳ… E.Andr.781 (lyr.); Th. opposes τὸ αὐτίκα and ὁ μέλλων πόλεμος 1.36, cf. 2.41: with a Subst., τὴν μὲν αὐτίχ' ἡμέραν S.OC433; ὁ αὐτίκα φόβος = momentary fear, Th.3.112, cf. 1.41,124.
3 in a slightly future sense, immediately, presently, αὐτίκ' ἀκούσεσθε D.19.17, cf. S.Ph.14, 1001, Ar.Pl.347, etc.; opp. νῦν, Pl.Grg. 459c, R.420c; ἐμπέπτωκεν εἰς λόγους οὓς αὐτίκα μᾶλλον… ἁρμόσει λέγειν D.18.42.
II for example, to begin with, Hp.Epid.1.25, Acut.16; αὐτίκα γὰρ ἄρχει διὰ τίν' ὁ Ζεύς; Ar.Pl.130, cf. Au.166,574, Pl.Prt. 395e, R.340d, Dialex.2.2, al.; αὐτίκα δὴ μάλα = for example now, D.25.29; at any rate, Plu.2.1137d.
III = αὖθις (again, what is more), Arat.880, 1076 (but = εὐθέως, Sch.).

Spanish (DGE)

(αὐτίκᾰ) • Alolema(s): lesb. αὔτῐκα Sapph.31.10; jón. eretr. ἀοτίκα Lyr.Adesp.15
I ref. a un futuro inmediato
1 inmediatamente, al punto, en seguida φάτο γὰρ τείσεσθαι ἀλείτην· αὐτίκα ... ἆλτο χαμάζε Il.3.29, αὐτίκα δ' ... ὁρμᾶτ' ἐκ θαλάμοιο Il.3.141, αὐτίκα ἀντὶ πυρὸς τεῦξεν κακὸν ἀνθρώποισιν Hes.Th.570, αὔ. χρῷ πῦρ ὐπαδεδρόμακεν Sapph.l.c., de los efectos del vino ἀνδράσι δ' ὑψοτάτω πέμπει μερίμνας· αὐτίκα μὲν πολίων κράδεμνα λύει B.Fr.20b.11, καὶ αὐτίκα τε πλέα γίνεται ταῦτα καὶ παραχρῆμα ἰχθύων σμικρῶν πίμπλαται Hdt.2.93, αὐτίχ' αἱρήσειν δοκῶ S.Ph.14, AX. οὐ μὴν ἐπ' ἀκταῖς γ' ἐστί κωπήρης στρατός ... ΟΔ. ἀλλ' αὐτίκα (Aq.) no hay sobre la orilla ningún ejército de remeros. (Ul.) pero inmediatamente (lo habrá), E.Fr.149.18Au., αὐτίκ' ἀκούσεσθε D.19.17, cf. Il.4.140, Od.3.54, Hes.Op.219, Corinn.1.1.19, Lyr.Adesp.l.c., S.Ph.14
c. part. en seguida, luego de τοι αὐτίκ' ἰόντι en cuanto tú te vayas, Od.2.367, αὐτίκα πὰρ Διὶ πατρὶ καθεζομένη luego de sentarse junto a su padre Zeus Hes.Op.259, αὐτίκα γενόμενος en seguida, luego de nacer Hdt.2.146
seguido de νῦν ahora, ahora mismo τῶν οἱ ἔπειτ' ἀνελὼν δόμεναι καὶ μεῖζον ἄεθλον, ἠὲ καὶ αὐτίκα νῦν Il.23.552, ὄφρα τοι αὐτίκα νῦν δυοκαίδεκα βοῦς ... ἱερεύσομεν Il.6.308, οὕτω δὴ οἶκόνδε ... αὐτίκα νῦν ἐθέλεις ἰέναι; Od.5.205
tb. reforz. por μάλα: μάλ' αὐτίκα πατρὸς ἐπέφραδεν ὑψερεφὲς δῶ Od.10.111, ἐθελήσεις αὐτίκα μάλα πρὸς ἄνδρας δέκα μάχεσθαι; Hdt.7.103, διέξειμι πρὸς ὑμας αὐτίκα δὴ μάλα D.21.19, cf. 21.23, Plb.1.4.8
c. gen. temp. αὐτίκα νυκτός en cuanto se hizo de noche Theoc.2.119
respondiendo a ἐπεί: ἐπεί ῥ' ὄμοσεν ... αὐτίκ' ἔπειτα οἱ οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἄφυσσεν Od.2.379, οἱ δ' ἐπεὶ παλίμπορον φυγὴν ἔθεντο ... αὐτίκα μὲν ... ἄκοντας ἐκ χειρῶν ἔριπτον Tim.15.164.
2 op. a ‘ahora’ y a ‘antesmás tarde, luego πλάγια γὰρ φρονεῖς, τὰ μὲν νῦν, τὰ δὲ πάλαι, τὰ δ' αὐτίκα E.IA 332, αὐτίκα ἐπισκεψόμεθα ... νῦν δὲ τόδε πρότερον σκεψώμεθα Pl.Grg.459c, αὐτίκα δὲ τὴν ἐναντίαν σκεψόμεθα Pl.R.420c.
3 también σκέπτεο δ' ἢ ἀνιόντος ἢ αὐτίκα δυσμένοιο Arat.880, cf. 840, χαίρει καὶ γεράνων ἀγέλαις ... ἀροτρεὺς ὥριον ἐρχομέναις, ὁ δ' ἀώροις αὐτίκα μᾶλλον Arat.1076.
II 1op. al fut. ahora, en el momento presente αὐτίκα καὶ μετέπειτα Od.14.403, μόχθος δ' ὁ μὲν αὐτίχ', ὁ δ' ἥξει un dolor está presente, otro vendrá A.Ch.1020, ἡδὺ μὴν γὰρ αὐτίκα ... ἐν δὲ χρόνῳ τελέθει ξηρόν E.Andr.781
subst. τὸ αὐτίκα = la actualidad, el presente τὸ δ' αὐτίχ' ... ἐσαῦθις ἔβλαψ' E.Supp.414, μὴ φοβηθέντες τὸ αὐτίκα δεινόν Th.1.124, ἔς τε τὸ μέλλον ... ἔς τε τὸ αὐτίκα Th.2.64
como adj. c. art. τὴν μὲν αὐτίχ' ἡμέραν el día de hoy S.OC 433, φιλονικίας ἕνεκα τῆς αὐτίκα Th.1.41, ἡ αὐτίκα δουλεία Th.6.80, ὁ αὐτίκα φόβος el miedo actual Th.3.112.
2 en enumeraciones para empezar, en primer término αὐτίκ' ἐγὼ πρῶτος κελόμην θεὸν ἱλάσκεσθαι Il.1.386
por ejemplo αὐτίκα ὕδωρ βαθὺ εἰς πολλὰ χρήσιμον καὶ δαὖτε κακόν Democr.B 172, αὐτίκα γὰρ ὅταν πολέμια σώματα ... Gorg.B 11.16, αὐτίκα γὰρ συνεχὴς (πυρετός) ἔστι οἷσι ... Hp.Epid.1.25, αὐτίκα ἐκεῖ παρ' ἡμῖν ... Ar.Au.166, ἐπεὶ αὐτίκα ἰατρὸν καλεῖς ... Pl.R.340d.
• Etimología: Prob. comp. de αὐτός q.u. y -κα, el mismo elemento que aparece en τηνίκα, ἡνίκα, etc.

French (Bailly abrégé)

adv.
I. avec idée de temps à l'instant même, aussitôt, sur-le-champ :
1 pour marquer le présent ; αὐτίκα νῦν maintenant même, dès à présent ; μάλ' αὐτίκα, αὐτίκα μάλα tout de suite ; αὐτίκ' ἔπειτα IL, OD puis aussitôt ; αὐτίκ' ἐπεί IL, OD aussitôt que ; avec un part. : αὐτίκ' ἰόντι OD au moment même où tu vas partir ; αὐτίκα γενόμενος HDT aussitôt que né ; αὐτίκα καλυψαμένη ὡρμᾶτο IL aussitôt habillée, elle s'élança ; entre l'art. et le subst.αὐτίκα φόβος THC la crainte du moment ; ἡ αὐτίχ' ἡμέρα SOPH le jour d'aujourd'hui ; τὸ αὐτίκα THC le moment présent;
2 pour marquer une idée de futur très proche bientôt, tantôt;
II. tout de même, pareillement, par exemple : αὐτίκα γάρ AR par exemple en effet.
Étymologie: αὖτε, -ικα.

German (Pape)

(αὐτός, vgl. Buttmann Lexil. II p. 227),
1 sogleich, im Augenblick, auf der Stelle, von Hom. an bei allen Schriftstellern. Hom. vrbdt αὐτίκ' ἔπειτα, Il. 2.322; αὐτίκα νῦν, Od. 20.63 und öfter; vgl. Plat. Eryx. 394c; ebenso wie μάλ' αὐτίκα das unmittelbare Eintreten des Folgenden bezeichnend, wie in Prosa, αὐτίκα μάλα Prot. 318b und sonst; ἅμα τ' αὐτίκα καὶ μετέπειτα, jetzt gleich und in Zukunft, Od. 14.403; in νῦν μὲν – αὐτίκα δέ ist die nächste Zukunft der Gegenwart gegenübergestellt, Plat. Gorg. 459c; Aesch. 1.196; ähnlich mit fut., αὐτίκα ἥξει Plat. Symp. 175b; auch αὐτίκα und ὕστερον stehen einander gegenüber, Thuc. 8.27; auch αὐτίκα und τὸ μέλλον, 1.36, 2.41, wie αὐτίκαεἰσαῦτις, Eur. Suppl. 414. In Verbindung mit Substantiven teils das unmittelbar Gegenwärtige, teils das Augenblickliche, Schnellvorübergehende, ἐν τῷ αὐτίκα φόβῳ, der dauernden Furcht entgegengesetzt, Thuc. 4.108; τὸ αὐτ. δεινόν 1.124; ἡ αὐτ. φιλονεικία, augenblicklicher Eifer, 1.41; τὸ αὐτίκα ἡδύ Xen. Cyr. 7.76, = ἡ παραυτίκα ἡδονή, ohne Anstrengung gewonnen und dah. leicht vorübergehend. Auch mit dem Partic., αὐτίκα ἰόντι, sogleich, wenn du fort bist, Od. 2.367; Διόνυσον αὐτίκα γενόμενον, sobald er geboren war, Her. 2.146.
2 Bei Anführung eines Beispiels od. Grundes, bei Att. oft, z.B. αὐτίκα γὰρ ἄρχει διὰ τίν' ὁ Ζεὺς τῶν θεῶν, denn Zeus, um gleich ein Beispiel anzuführen, durch wen herrscht er, Ar. Plut. 130; öfter bei Plat., vgl. Prot. 859b, Phaedr. 235e; αὐτίκα πρῶτον Gorg. 472d; αὐτίκα δὴ μάλα, um sogleich ein Beispiel anzuführen, Dem. 25.29.
3αὖτις, Arat. 880, 1076.

Russian (Dvoretsky)

αὐτίκᾰ: (ῐ)
1 тотчас же, теперь же, немедленно: μαλ᾽ αὐτίκα Hom. или αὐτίκα μόλα Her., Plat. сразу же, вдруг, внезапно; ὁ αὐτίκα Thuc., Xen. мгновенный, внезапный; ἡ αὐτίκα ἡμέρα Soph. и τὸ αὐτίκα Thuc. нынешний день, настоящее;
2 как только: αὐτίκα καλυψαμένη Her. едва только окутавшись; αὐτίκα γενόμενος Her. тотчас же после рождения; αὐτίκα νυκτός Thuc. с наступлением ночи;
3 вот например: αὐτίκα περὶ οὗ ὁ λόγος Plat. да взять к примеру того, о ком речь.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτίκᾰ: [ῐ], ἐπίρρ. (αὐτὸς) εὐθύς, πάραυτα,παραχρῆμα, αὐτίκα δ᾿ ἔγνω Παλλάδ᾿ Ἀθηναίην Ἰλ. Α. 199· αὐτίκα γὰρ μνήσονται Ἀχαιοὶ πατρίδος αἴης Δ. 172· καὶ μετ᾿ ἐπιτάσεως, ἡ δὲ μάλ᾿ αὐτίκα πατρὸς ἐπέφραδεν ὑψερεφὲς δῶ Ὀδ. Κ. 111· Κάλχας δ᾿ αὐτίκ᾿ ἔπειτα θεοπροπέων ἀγόρευσε Ἰλ. Β. 322, κτλ.· μετὰ μετοχ., οἱ δὲ τοι αὐτικ᾿ ἰόντι κακὰ φράσσονται ὀπίσσω, μόλις ἐπέλθῃς, Ὀδ. Β. 367· οὕτω καὶ παρὰ πεζοῖς, αὐτίκα γενόμενος, εὐθὺς ὅτε ἐγεννήθη, Ἡροδ. 2. 146· αὐτίκα μάλα ὁ αὐτ. 7. 103, Πλάτ. Πρωτ. 318Β· αὐτίκα δὴ μάλα, εὐθύς, ἀμέσως (ἐν τέλει περιόδου), Δημ. 521. 7., 522. 14, κτλ. 2) νῦν, ἐν τῷ παρόντι, ἅμα τ᾿ αὐτίκα καὶ μετέπειτα Ὀδ. Ξ. 403· ὁ μὲν αὐτιχ᾿, ὁ δ᾿ ἥξει Αἰσχύλ. χο. 1020· ἡδὺ μὲν γὰρ αὐτίκα..., ἐν δὲ χρόνῳ, κτλ., Εὐρ. Ἀνδρ. 780· οὕτω παρὰ Θουκυδ. (1. 36) ἀντιτίθεται τὸ αὐτίκα πρὸς τὸ μέλλον, πρβλ. 2. 41: ― μετ᾿ οὐσιαστ., τὴν μὲν αὐτιχ᾿ ἡμέραν Σοφ. Ο. Κ. 433· ὁ αὐτίκα φόβος, ὁ στιγμιαῖος φόβος, Θουκ. 4. 108, πρβλ. 1. 41, 124, Δημ. 346. 10. 3) ὡσαύτως ἐπὶ μελλοντικῆς πως ἐννοίας, ἐν βραχεῖ, μετ᾿ οὐ πολύ, Λατ. mox, Σοφ. Φ. 14, 1001, Ἀριστοφ. Πλ. 347, κτλ.· ἀντιτίθεται τῷ νῦν, Πλάτ. Γοργ. 495C, Πολ. 420C· ἐμπέπτωκεν εἰς λόγους οὓς αὐτίκα μᾶλλον... ἁρμόσει λέγειν Δημ. 240. 2. 4) αὐτίκα τε... καὶ... ὡς τὸ ἅμα τε... καὶ..., εὐθὺς ὡς, Λατ simul ac, Ἡροδ. ΙΙ. ἐπὶ παραδείγματι, καὶ λοιπόν, λοιπόν, αὐτίκα γὰρ ἄρχει διὰ τίν᾿ ὁ Ζεύς; Ἀριστοφ. Πλ. 130, πρβλ. Ὄρν. 166, 573, Πλάτ. Πρωτ. 359D, Πολ. 340 D, κτλ.· αὐτίκα δὴ μάλα, παραδείγματος χάριν τώρα, Δημ. 778. 25: ― ἡ χρῆσις αὕτη εἶναι μόνον Ἀττ., ἴδε Koen Γρηγόρ. Κορίνθου σ. 416, Ruhnk. Τίμ. σ. 56, καὶ πρβλ. εὐθύς. ΙΙΙ. = αὗθις, Ἄρατ. 880, 1076. (Ὁ Βουττμ. (Λεξίλ. ἐν λ. εὗτε σημ. 1) παράγει τὸ αὐτίκα ἐκ τοῦ: τὴν αὐτὴν ἴκα προϋποθέτων ὅτι ὑπῆρχε παλαιά τις λέξις *ἴξ, Ϝίξ, ἀντιστοιχοῦσα πρὸς τὴν Λατ. vice, vices: - ἀλλ’ ἴδε Hartung Partik 1. 157).

English (Autenrieth)

(αὐτός): forthwith, straightway.

English (Slater)

αὐτῐκα
1 at once, suddenly ἔννεπε κρυφᾷ τις αὐτίκα φθονερῶν γειτόνων (O. 1.47) θανόντων μὲν ἐνθάδ' αὐτίκ ἀπάλαμνοι φρένες ποινὰς ἔτεισαν (O. 2.57) ξείνων δ' εὖ πρασσόντων, ἔσαναν αὐτίκ ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν ἐσλοί (O. 4.5) ἦλθεν δ' Ἴαμος ἐς φάος αὐτίκα (O. 6.44) ἐκέλευσεν δ' αὐτίκα (O. 7.64) ἐξ ὀνείρου δαὐτίκα ἦν ὕπαρ (O. 13.66) τάφε δ' αὐτίκα (P. 4.95) αὐτίκα δ' Ἀελίου θαυμαστὸς υἱὸςἔννεπεν (P. 4.241) αὐτίκα δ' ἐκ μεγάρων Χίρωνα προσήνεπε φωνᾷ (P. 9.29) “ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν αὐτίκα συντελέθειν ἔννομον δωρήσεται” (P. 9.57) ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος (P. 9.114) ἐπεὶ σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς ὠδῖνα φεύγων μόλεν (N. 1.35) ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος (N. 4.44) αὐτίκα γὰρ ἦλθε Λήδας παῖς διώκων (N. 10.65) ὣς ἦρα εἰπὼν αὐτίκα ἕζετ (I. 6.55) “ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” (I. 8.41) ]ἀδαυτικ[ dub. P. Oxy. 2445. fr. 28.

Greek Monolingual

(AM αὐτίκα) επίρρ.
ευθύς, αμέσως, στη στιγμή
μσν.
τότε
αρχ.
1. μόλις, ευθύς
2. τώρα, αυτή τη στιγμή
3. εντός ολίγου, σε λίγο
4. παραδείγματος χάριν
5. οπωσδήποτε
6. (με άρθρο) α) «ὁ αὐτίκα φόβος»
στιγμιαίος φόβος
«ἡ αὐτίκα ἡμέρα» — αυτή η ημέρα
γ) τὸ αὐτίκα
το παρόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρικός και ιωνικός τ., που ετυμολογικά συνδέεται με τα αυ, αύτι-ν, αυτός, φέρει δε το ίδιο ληκτικό μόρφημα -κα με τα ηνί-κα, ό-κα, πό-κα, τηνί-κα].

Greek Monotonic

αὐτίκᾰ: [ῐ], επίρρ. (αὐτός
I. 1. πάραυτα, αυτοστιγμεί, αμέσως, σε Όμηρ. κ.λπ.· αυτή η σημασία ενισχύεται με τα αὐτίκα νῦν, μάλ' αὐτίκα, σε Ομήρ. Οδ.· με μτχ., αὐτίκ' ἰόντι, αμέσως όταν πήγαινε, στο ίδ.· ομοίως, αὐτίκα γενόμενος, αμέσως όταν γεννήθηκε, σε Ηρόδ.· αὐτίκα καὶ μετέπειτα, τώρα και στην άλλη ζωή, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, τὸαὐτίκα και τὸ μέλλον, σε Θουκ.· με ουσ., τὴν αὐτίχ' ἡμέραν, σε Σοφ.· ὁ αὐτίκα φόβος, ο στιγμιαίος φόβος, σε Θουκ.
2. επίσης με αδύναμη σημασία, σύντομα, Λατ. mox, σε Σοφ. κ.λπ.
II. για παράδειγμα, για να ξεκινήσουμε..., σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· αὐτίκα δὴμάλα, σε Δημ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: immediately (Il.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: For the ending cf. τηνίκα, ἡνίκα, πόκα, ὅκα etc.; for the first element s. αὖ, αὖτι-ν, and esp. αὑτός. Cf. ἐξαυτῆς id. (Thgn.) from ἐξ αὐτῆς τῆς ὁδοῦ (Wackernagel, Spr. Unt. 41 n. 4). S. Schwyzer 629 Zus. 1, Monteil, Phrase relative 296.

Middle Liddell

αὐτός
I. forthwith, straightway, at once, Hom., etc.; which notion is strengthened in αὐτίκα νῦν, μάλ' αὐτίκα Od.; c. partic., αὐτίκ' ἰόντι immediately on his going, Od.; so, αὐτίκα γενόμενος as soon as born, Hdt.; αὐτίκα καὶ μετέπειτα now and hereafter, Od.; so, τὸ αὐτίκα and τὸ μέλλον, Thuc.:—with a Subst., τὴν αὐτίχ' ἡμέραν Soph.; ὁ αὐτίκα φόβος momentary fear, Thuc.
2. also in a slightly future sense, presently, Lat. mox, Soph., etc.
II. for example, to begin with, Ar., Plat., etc.; αὐτίκα δὴ μάλα Dem.

Frisk Etymology German

αὐτίκα: {autíka}
Grammar: Adv.
Meaning: auf der Stelle, sogleich (seit Il.).
Etymology: Zeigt denselben Ausgang wie τηνίκα, ἡνίκα, πόκα, ὅκα usw.; zum Anfang vgl. αὖ, αὖτιν, auch αὐτός. Im einzelnen unklar, vgl. Schwyzer 629 Zus. 1 m. Lit.
Page 1,190

English (Woodhouse)

immediately, momentary, presently, at once, at the very moment, for example, for instance, for the moment, in a minute, in a moment, in the immediate future, on the spot

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀμέσως). Ἀπό τήν ἀντωνυμία αὐτός.

Translations

immediately

Albanian: menjëherë, përnjëherësh; Arabic: فَوْرًا‎, حَالًا‎, مُبَاشَرَةً‎; Egyptian Arabic: حَالًا‎; Gulf Arabic: عَلَطُول‎; Hijazi Arabic: على طول‎; Armenian: անմիջապես; Azerbaijani: dərhal; Belarusian: неадкладна, зараз жа; Bulgarian: веднага, незабавно, непосредствено; Burmese: ချက်ချင်း, ချက်ခနဲ, ဆောတလျင်, ဒက်ခနဲ, ဆောလျင်စွ, ရက်ရက်, ရုတ်ခြည်း; Catalan: immediatament; Cherokee: ᎲᎴᏊ; Cheyenne: sé'ea'e; Chinese Mandarin: 馬上, 马上, 立刻, 即刻, 立即, 直接; Min Nan: 馬上, 即時, 連鞭, 隨時; Crimean Tatar: deral, tez, çabik; Czech: ihned, hned, okamžitě; Danish: øjeblikkeligt, med det samme, nu, med det vuns; Dutch: meteen, direct, onmiddellijk; Esperanto: tuj, senprokraste; Finnish: heti, välittömästi; French: immédiatement, tout de suite, aussitôt; Galician: inmediatamente, no intre, logo, decontado, deseguida; Georgian: მყისიერად, ეგრევე, მაშინვე, უმალვე, სასწრაფოდ, გადაუდებლად, დაუყოვნებლივ; German: sofort, alsbald, unverzüglich, auf der Stelle, umgehend; Greek: αμέσως; Ancient Greek: ἅμα, ἀμέσως, ἄναυτα, ἄντικρυς, ἀνυπερθέτως, ἀοτίκα, ἀπαυτίκα, ἄρτι, ἀρχῆθεν, ἀστραγεύτως, ἀτόμως, αὐθωρεί, αὐθωρί, αὐθωρόν, αὐτῆς ὥρας, αὐτίκα, αὔτικα, αὐτοβοεί, αὐτόδιον, αὐτόθεν, αὐτόθι, αὐτοσχεδόν, ἄφαρ, ἀφαρεί, εἰς αὐτίκα μάλ', ἐμμαπέως, ἐν ἀμερεῖ χρόνῳ, ἐνθενδί, ἐνταῦθα, ἐξ αὐτῆς, ἐξ ἑτοίμου, ἐπαυτίκα, εὐθέως, εὐθέως παραχρῆμα, εὐθύς, ἤδη, κατὰ τὸν ἀμερῆ χρόνον, μάλ' αὐτίκα, οὐ χρόνῳ, παρ' αὐτά, παρᾶσσον, παραυτά, πάραυτα, παραυτίκα, παρευθύς, προσεχῶς, συντόμως, τὴν πρώτην, ὦκα, ὡς τάχιστα, ὡς τάχος Hebrew: מִיָּד‎, תֵּכֶף‎; Hindi: तत्काल, तुरंत, फ़ौरन; Hungarian: azonnal, rögtön, nyomban, azon nyomban, máris; Icelandic: strax; Ido: quik; Istriot: soûbito; Italian: immediatamente, subito, su due piedi; Japanese: 直ぐに, 直ちに, 直接に; Korean: 즉시, 곧; Ladino: pishin, devista, en vista; Latgalian: tiuleņ, tiuļ; Latin: iugiter, ilico, statim, actutum; Latvian: tūlīt; Limburgish: drek; Lithuanian: tuoj; Malay: serta-merta; Malayalam: പെട്ടെന്ന്, ഉടനെ; Maore Comorian: kamwe; Maori: tangetange; Navajo: hah, haneetehee, tʼah kodą́ą́ʼ, tʼáá áko; Norwegian Bokmål: øyeblikkelig, med en gang, umiddelbart; Old English: sōna, þǣrrihte; Persian: فوراً‎; Polish: zaraz, natychmiast, doraźnie, natychmiastowo, bezpośrednio, niezwłocznie, bezzwłocznie, w tym momencie; Portuguese: imediatamente; Quechua: kunallan; Romanian: imediat, fără întârziere, numaidecât, de îndată, îndată; Russian: немедленно, тотчас, тотчас же, сию минуту; Sanskrit: सकृत्, झटुति, सपदि, तत्क्षण; Scottish Gaelic: anns a' bhad, sa bhad; Serbo-Croatian: odmah, smjesta; Slovene: takój; Sorbian Lower Sorbian: ned; Spanish: inmediatamente, de inmediato, ya, sin demora, enseguida, acto seguido; Swahili: mara moja, mara; Swedish: ögonblickligen, på direkten, omedelbart, genast, omgående; Telugu: తక్షణము; Thai: ทันที; Tibetan: འཕྲལ་དུ; Tocharian B: teteka; Turkish: anında, derhal, hemen; Ukrainian: зараз, негайно; Urdu: فورا‎; Venetian: sùito, sùvito; Vietnamese: ngay, ngay lập tức, ngay tức khắc, lập tức, ngay tức thì; Volapük: sunädo; Westrobothnian: wä dä sȯmma, stöss; Yiddish: תּיכּף‎; Yoruba: lẹ́sẹ̀kẹ́sẹ̀, lójijì; Zhuang: doq, sikhaek

for example

Afrikaans: by voorbeeld; Albanian: për shembull; Arabic: مَثَلاً‎, عَلَى سَبِيل الْمِثَال‎, نَحْوَ‎; Hijazi Arabic: مَثَلاً‎, عَلَى سَبِيل الْمِثَال‎; Aragonese: per exemplo; Armenian: օրինակ, օրինակի համար, զոր օրինակ; Asturian: por exemplu; Avar: масала; Azerbaijani: məsələn, misal üçün; Bambara: ikomi, i'a fɔ; Bashkir: мәҫәлән, миҫал өсөн; Basque: adibidez; Belarusian: напрыклад; Bulgarian: например; Burmese: ဥပမာ; Catalan: per exemple, com ara; Chinese Cantonese: 例如, 譬如; Dungan: билүн; Mandarin: 比如, 例如, 譬如, 譬若; Min Nan: 比如, 比在, 比論, 比论; Czech: například; Danish: for eksempel, eksempelvis; Dutch: bijvoorbeeld; English: for example (e.g.), for instance, so to speak, like; Erzya: невтематешксэкс; Esperanto: ekzemple; Estonian: näiteks; Faroese: til dømis; Finnish: esimerkiksi; French: par exemple; Galician: por exemplo; Georgian: მაგალითად; German: zum Beispiel, beispielsweise, beispielhaft; Greek: για παράδειγμα, παραδείγματος χάριν (π.χ.), επί παραδείγματι, ας πούμε, δείγματος χάριν, λέμε τώρα, λόγου χάριν (λ.χ.), λόγου χάρη (λ.χ.), ξέρω 'γω, πι χι, που λέει ο λόγος, που χου, φέρ' ειπείν, φερειπείν; Ancient Greek: αὐτίκα, παραδείγματος χάριν, ἐπὶ παραδείγματος, παραδείγματος ἕνεκα, εἰ τύχοι, οἷον, οἷα; Haitian Creole: pa ekzanp; Hebrew: לְמָשָׁל‎; Hindi: उदाहरण के लिए, उदाहरण के तौर पर, मिसाल के लिये, मिसाल के तौर पर, मसलन; Hungarian: például; Icelandic: til dæmis, til að mynda; Indonesian: misalnya; Irish: mar shampla, cuir i gcás; Italian: per esempio, ad esempio, verbigrazia; Japanese: 例えば; Kashubian: na przikłôd; Kazakh: мәселен, мысалы; Khmer: ឧទាហរណ៍, ជាដើម; Korean: 예컨대; Kurdish Northern Kurdish: wekî mînak, bo nimûne; Kyrgyz: маселен, мисалы; Lao: ອຸບປະມາ, ອຸປະມາວ່າ, ເຊັ່ນວ່າ, ເປັນຕົ້ນ; Latin: exempli gratia, quemadmodo, tanquam, quemadmodum; Latvian: piemēram; Lithuanian: pavyzdžiui; Low German Dutch Low Saxon: bieveurbeeld, bi'jveurbeeld; German Low German: ton Bispeel; Macedonian: на пример; Malay: contohnya, misalnya; Maltese: per eżempju; Maori: ina koa; Mongolian Cyrillic: жишээлбэл; Uyghurjin: ᠵᠢᠱᠢᠶᠡᠯᠡᠪᠡᠯ; Neapolitan: p'esempio; Northern Sami: ovdamearkka dihte; Norwegian Bokmål: for eksempel; Norwegian Nynorsk: til dømes; Occitan: pr'exemple; Pashto: مثلأ‎; Persian: مثلاً‎; Picard: par egzimpe, pèr egzimpe; Polish: na przykład; Portuguese: por exemplo; Quechua: hina, ñisun, pakachamanta, rikusun; Romanian: de exemplu, spre exemplu, de pildă; Russian: например; Sanskrit: दृष्टान्तरूपेण; Scottish Gaelic: mar eisimpleir; Serbo-Croatian Cyrillic: на пример, на примјер, примерице̄, примјерице̄; Roman: na primer, na primjer, prímericē, prímjericē; Sicilian: pir esempiu; Slovak: napríklad; Slovene: na prímer; Somali: tusaale; Sorbian Lower Sorbian: na pśikład; Spanish: por ejemplo, verbigracia; Swahili: kwa mfano; Swedish: till exempel, exempelvis; Tagalog: halimbawa; Tajik: масалан; Tatar: мәсәлән; Telugu: ఉదాహరణకి; Thai: อย่างเช่น, เป็นต้น, เป็นต้นว่า; Turkish: örneğin, mesela, sözgelimi, farzımahal, bir örnek verecek olursak; Turkmen: meselem, mysal üçin; Ukrainian: наприклад; Urdu: مثال کے طور پر‎, مثلاً‎; Uyghur: مەسىلەن‎, مىسالەن‎; Uzbek: masalan, misol uchun; Venetian: par exenpio; Vietnamese: ví dụ, thí dụ; Walloon: par egzimpe, metans; Welsh: er enghraifft; West Frisian: byfoarbyld, bygelyks; Yiddish: אַ שטייגער‎, צום בײַשפּיל‎, למשל

e.g

Afrikaans: bv.; Albanian: p. sh.; Arabic: على سبيل المثال‎; Armenian: օր.; Basque: adib.; Bulgarian: напр.; Catalan: p. ex.; Chinese Mandarin: 例如; Czech: např.; Danish:.eks.,.x.; Dutch: bv.; Esperanto: ekz.; Estonian: nt; Faroese: t.d.; Finnish: esim.; French: par ex.; Georgian: მაგ.; German: z. B., bspw.; Greek: π.χ.; Hebrew: לדוגמה‎, למשל‎; Hungarian:.; Icelandic: t.d.; Irish:.sh.; Italian: ad es.; Japanese: 例えば; Korean: 예를 들면; Kurdish Northern Kurdish: wekî mînak, wekî nimûne, mîsalen, w.n., w.m.; Latin: e. g., ex. gr.; e.c.; Latvian: piem.; Lithuanian: pvz.; Luxembourgish: z. B.; Macedonian: на пр.; Malay: mis.; Norwegian:.eks., t.d.; Persian: برای مثال‎; Polish: np.; Portuguese: p. ex., ex.; Romanian: de ex., e.g.; Russian: напр.; Scottish Gaelic: me; Serbo-Croatian Cyrillic: нпр.; Roman: npr.; Slovak: napr.; Slovene: npr.; Sorbian Lower Sorbian: na pś.; Spanish: p. ej.; Swedish: t.ex., exempelvis; Tagalog: hal.; Turkish: örn.; Ukrainian: наприклад; Vietnamese: vd.; Welsh: e.e.