καταφρύσσω

English (LSJ)

σ<σ>, = καταφρύγω.

Greek (Liddell-Scott)

καταφρύσσω: Ἀττ. -ττω, καταξηραίνω, Γρηγ. Νύσσ.

Greek Monolingual

καταφρύσσω (Α)
βλ. καταφρύγω.

German (Pape)

att. καταφρύττω, zerreißen, Sp.