καταχωρέω
English (LSJ)
A yield or give up to a person in a thing, τινί τινος D.L. 5.71; τινί τι Plu.2.312b.
II = κάτειμι III, τοὺς τόκους -εῖν… ἐς τὸ θεῖον Supp.Epigr.2.481 (Scythia, iii A.D.).
French (Bailly abrégé)
καταχωρῶ :
céder, concéder : τινί τι qch à qqn.
Étymologie: κατά, χωρέω.
Greek (Liddell-Scott)
καταχωρέω: παραχωρῶ, παραδίδω εἴς τινα μέρος τινὸς ἢ ὑποχωρῶ ὡς πρός τι, τινί τινος Διογ. Λ. 5. 71· τινί τι Πλούτ. 2. 312Β· πρβλ. παραχωρέω.
Russian (Dvoretsky)
καταχωρέω: уступать (τινί τινος Diog. L.; τινί τι Plut.).