κατεδαφώ

Greek Monolingual

κατεδαφῶ, -έω (Μ)
κατεδαφίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κατεδαφίζω, κατά τα ρ. σε -έω / - από τον αόρ. -ισα που συνέπιπτε φωνητικά με τον -ησα τών ρ. σε -έω].