κατεδαφίζω

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεδᾰφίζω Medium diacritics: κατεδαφίζω Low diacritics: κατεδαφίζω Capitals: ΚΑΤΕΔΑΦΙΖΩ
Transliteration A: katedaphízō Transliteration B: katedaphizō Transliteration C: katedafizo Beta Code: katedafi/zw

English (LSJ)

dash to earth, Suid.:—Pass., Sch.E.Hec.21.

German (Pape)

[Seite 1393] zu Boden werfen, dem Erdboden gleich machen, τί, Suid., Ios.

Greek (Liddell-Scott)

κατεδᾰφίζω: καταρρίπτω εἰς ἔδαφος, εἰς τὴν γῆν, κατακρημνίζω, τι Ἰωσήπ. Γένεσ. 10Α.

Greek Monolingual

(AM κατεδαφίζω)
1. ρίχνω κάτι στο έδαφος, γκρεμίζω, κάνω κατεδάφιση, χαλώ («κατεδάφισαν το παλιό σπίτι τους»)
2. μτφ. καταστρέφω, δεν αφήνω τίποτε όρθιο, στη θέση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐδαφίζω «ισοπεδώνω»].