κατεμβλέπω

English (LSJ)

strengthened for ἐμβλέπω, LXX Ex.3.6.
II look down upon, despise, c. dat., Phld.Vit.p.37 J.

German (Pape)

[Seite 1395] verstärktes ἐμβλέπω, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

κατεμβλέπω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἐμβλέπω, Ἑβδ. (Ἑξ. Γ΄, 6), Φίλων 1. 566.

Greek Monolingual

κατεμβλέπω (Α)
1. βλέπω κάποιον από ψηλά
2. βλέπω κάποιον με περιφρόνηση, καταφρονώ, περιφρονώ.