κατεξεράω

English (LSJ)

vomit upon, τὸ φλέγμα κ. τινός Arr.Epict.3.13.23: metaph., [σχόλιά] τινος ib.3.21.6.

German (Pape)

[Seite 1395] (s. ἐράω), sich ausleeren gegen Einen, Arr. Epictet. 3, 21, 6 u. Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

κατεξεράω: μέλλ. -άσω ᾱ, ξερνῶ ἐπί τινος, τινος Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21, 6· ζήτει τίνων κατεξεράσεις Κλήμ. Ἀλεξ. 46· μὴ κατεξέρα αὐτῶν τὸ σαυτοῦ φλέγμα Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 13, 23.