κατεπαμύνω

English (LSJ)

strengthenedfor ἐπαμύνω, c.acc., Suid.

German (Pape)

[Seite 1396] abwehren, τινά, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κατεπᾰμύνω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἐπαμύνω, Σουΐδ., μετ’ αἰτ.

Greek Monolingual

κατεπαμύνω (Α)
επιτ. τ. του επαμύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐπ-αμύνω «βοηθώ, υπερασπίζω»].