κατερειπώνω

Greek Monolingual

(AM κατερειπῶ, -όω και κατεριπῶ, -όω)
μετατρέπω κάτι σε ερείπιο, γκρεμίζω («ο σεισμός κατερείπωσε πολλά σπίτια»).