κατθέμεν

English (LSJ)

v. κατατίθημι.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. sync. de κατατίθημι.

German (Pape)

ep. für καταθεῖναι.

Russian (Dvoretsky)

κατθέμεν: эп. inf. к κατατίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

κατθέμεν: κάτθεμεν, κάτθετε, κάτθεσαν, κατθέμεθα, κατθέσθην, κατθέμενοι, κάτθεο, ἴδε ἐν λ. κατατίθημι.

English (Autenrieth)

see κατατίθημι.