καταθεῖναι
From LSJ
ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 Act. de κατατίθημι.
Greek Monotonic
καταθεῖναι: απαρ. αορ. βʹ του κατα-τίθημι.
Russian (Dvoretsky)
καταθεῖναι: inf. aor. 2 к κατατίθημι.