κατοίσεται

English (LSJ)

v. καταφέρω,

Greek (Liddell-Scott)

κατοίσεται: ἴδε καταφέρω.

English (Autenrieth)

see καταφέρω.

Greek Monotonic

κατοίσεται: γʹ ενικ. Μέσ. μέλ. του καταφέρω.