κατορθωτής

English (LSJ)

κατορθωτοῦ, ὁ,
A one who successfully accomplishes, πραγμάτων, ἔργων, Vett. Val.48.3, Max. Tyr.21.6.
2 τριῶν ἀνδρῶν δημοσίων πραγμάτων κατορθωτής, trans. of Lat. triumvir reipublicae constituendae, Mon.Anc.Gr.4.2.

German (Pape)

[Seite 1405] ὁ, der Rechtmachende, Verbesserer, glücklich Ausführende.

Greek (Liddell-Scott)

κατορθωτής: -οῦ, ὁ, ὁ κατορθῶν ἢ ἐπιτυγχάνων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ό (ΑΜ κατορθωτής) κατορθώ
αυτός που κατορθώνει, που εκτελεί κάτι με επιτυχία
αρχ.
ιδρυτής.