Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κατουλώ
Greek Monolingual
κατουλῶ, -όω (Α) συντελώ ώστε να κλείσει η πληγή και να σχηματιστεί ουλή, να μείνει μόνο το σημάδι της, επουλώνω («τὸν προσεσυριγγωμένον τόπον ἑλκώσαντας δεῖν κατουλώσαι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<κατ(α)- +οὐλῶ «χαράσσω, προξενώ ουλές»].