κατραπακιά

Greek Monolingual

η
1. δυνατό χτύπημα στο κεφάλι με την παλάμη, κατακεφαλιά, καρπαζιά
2. ηθικό ή οικονομικό πλήγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. ηχομίμηση].