κατακεφαλιά

Greek Monolingual

η
χτύπημα με το κεφάλι ή στο κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατὰ κεφαλῆς + κατάλ. -ιά].