κατωμάγουλον

Greek Monolingual

κατωμάγουλον και καταμάγουλον, το (Μ)
η κάτω σιαγόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + μάγουλον. Ο τ. καταμάγουλον με αφομοίωση].