κατωμέρι

Greek Monolingual

το
1. πεδινός τόπος
2. (περιλπτ.) τα χωριά του κάμπου, σε αντιδιαστολή με τα χωριά των ορεινών περιοχών
3. στον πληθ. τα κατωμέρια
τα κάτω μέρη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -μέρι (< μέρος), πρβλ. χοιρομέρι].