καυλώδης

English (LSJ)

καυλῶδες, running to stem, Thphr. CP 3.6.9: Comp., Dsc.2.136.

German (Pape)

[Seite 1408] ες, stengel-, kohlartig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

καυλώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς καυλόν, αὐξανόμενος εἰς καυλόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 9.

Greek Monolingual

καυλώδης, -ῶδες (Α) καυλός
ο όμοιος με καυλό.