καφετζής

Greek Monolingual

ο και θηλ. καφετζού
1. ιδιοκτήτης καφενείου
2. θηλ. α) η γυναίκα του καφετζή
β) γυναίκα που μαντεύει παρατηρώντας τα σχήματα που άφησαν τα κατακάθια του καφέ στο αναποδογυρισμένο φλιτζάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kahveci].