φλιτζάνι

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

και φλιντζάνι και φλυτζάνι και φιλτζάνι, το, Ν
1. μικρή κούπα με χερούλι με την οποία πίνονται τα αφεψήματα
2. συνεκδ. η ποσότητα που χωρεί σε ένα φλιτζάνι
3. φρ. «λέω το φλιτζάνι» — προλέγω το μέλλον ερμηνεύοντας τα σχήματα που έχουν διαμορφωθεί στο εσωτερικό φλιτζανιού από το κατακάθι του καφέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. filcan].