καχυπόνοος
English (LSJ)
καχυπόνοον, contr. καχυπόνους, νουν, = καχύποπτος (suspecting evil, suspicious), Phld.Ir.pp.60,74 W., Ph.2.570.
Greek (Liddell-Scott)
καχυπόνοος: -ον, συνῃρ. -νους, -νουν, = τῷ καχύποπτος, ἔχειν τι τὸ καχυπόνουν Φίλων 2. 570.
German (Pape)
= καχύποπτος, Philo.