καχυπόνους
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
νουν, contr. for καχυπόνοος.
Greek Monolingual
καχυπόνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
ο καχύποπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχ- (< κακο-) + - υπόνους (< ὑπό + νοῦς)].