καχυπόνους

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καχυπόνους Medium diacritics: καχυπόνους Low diacritics: καχυπόνους Capitals: ΚΑΧΥΠΟΝΟΥΣ
Transliteration A: kachypónous Transliteration B: kachyponous Transliteration C: kachyponous Beta Code: kaxupo/nous

English (LSJ)

νουν, contr. for καχυπόνοος.

Greek Monolingual

καχυπόνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
ο καχύποπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχ- (< κακο-) + - υπόνους (< ὑπό + νοῦς)].